- καθαρίζω
- (AM καθαρίζω) [καθαρός]1. κάνω κάτι καθαρό, απαλλάσσω κάτι από τον ρύπο, από τη βρομιά, παστρεύω, σκουπίζω («καθαρίζω το σπίτι»)2. απαλλάσσω έναν τόπο από ξένον ή παρείσακτο3. εξαγνίζω («και ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καθάρισον καρδίαν», ΠΔ)νεοελλ.1. αφαιρώ από κάτι τις άχρηστες, περιττές ή επιβλαβείς ουσίες (α. «καθαρίζω τα χόρτα» β. «καθαρίζω αβγά»)2. γίνομαι καθαρός, γίνομαι διαυγής, κατασταλάζω, κατακαθίζω, λαμπικάρω (α. «καθάρισε ο καιρός» β. «καθάρισε το κρασί»)3. φονεύω, ξεκάνω, ξεπαστρεύω4. φρ. α) «καθαρίζω τη θέση μου» — διατυπώνω καθαρά και ξάστερα τις απόψεις μου και τις προθέσεις μουβ) «αβγά σού καθαρίζουνε (και γελάς);» — για κάποιον που γελά δυνατά χωρίς να καταλαβαίνουν οι άλλοι τον λόγονεοελλ.-μσν.διασαφηνίζω, διευκρινίζω, τακτοποιώ, ξεκαθαρίζω (α. «ήρθε να καθαρίσει την κατάσταση» β. «καθάρισε το ζήτημα»)μσν.τακτοποιώ, διευθετώαρχ.1. θεραπεύω από αρρώστια2. παθ. καθαρίζομαια) γίνομαι καθαρός από μιαν αρρώστια, απαλλάσσομαι από νόσημα, θεραπεύομαιβ) (για την ίδια την αρρώστια) εξαλείφομαι.
Dictionary of Greek. 2013.